συνεξικμάζω

συνεξικμάζω
Α
αποβάλλω κάτι με μορφή υγρασίας μαζί με κάτι άλλο («διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν τοῡ σώματος ἡ κίνησις... συνεξικμάζει τὰ περιττώματα μετὰ τοῡ ἱδρῶτος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξικμάζω «αποβάλλω υγρασία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεξικμάζει — συνεξικμάζω exude pres ind mp 2nd sg συνεξικμάζω exude pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξικμάζειν — συνεξικμάζω exude pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”